- δικτυώνω
- δικτύωσα, δικτυώθηκα, δικτυωμένος1. εντάσσω κάποιον σε μια ομάδα για να συνεργαστεί για κοινά συμφέροντα.2. δικτυώνομαι, διαθέτω μεγάλο κύκλο γνωριμιών με σκοπό την εξυπηρέτησή μου: Έχει δικτυωθεί καλά επαγγελματικά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.